-
1 βουβάρας
Meaning: (1) μεγαλοναύτης, παρὰ την βᾶριν καὶ (2) μέγα βάρος ἔχων καὶ (3) αὐχήματίας η (4) ὁ μέγας καὶ ἀναίσθητος ἄνθρωπος. H.Other forms: cod. βοβ-. Cf. βούβαρις νεὼς ὄνομα H.Origin: GR [a formation built with Greek elements]Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βουβάρας
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский